ανθυπαντώ

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ἀνθυπαντῶ (-άω) (Α)
ανταπαντώ, δίνω απάντηση σε αντιρρήσεις (Λογγίνος).