ανοδικός

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άνοδο («ανοδικός δρόμος», «ανοδική πορεία»).