ανοιχτήρι

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

το
ειδικό εργαλείο σε τύπο κλειδιού με το οποίο ανοίγει κανείς φιάλες, κονσέρβες κ.λπ.