αντίπετρος

Greek Monolingual

ἀντίπετρος, -ον (Α)
1. όμοιος με πέτρα
2. (επίθ. του Διός) αυτός που αντικαταστάθηκε με πέτρα (πρόκειται για την πέτρα που κατάπιε ο Κρόνος).