αντηχείο

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

το
ακουστική διάταξη ενίσχυσης ήχων, π.χ. το ηχείο του πιάνου και των εγχόρδων.