αντιβασιλέας
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek Monolingual
και αντιβασιλιάς, ο (Α ἀντιβασιλεύς)
αξιωματούχος που ασκεί εξουσία βασιλιά ως αναπληρωτής του
νεοελλ.
τίτλος ανώτατου διοικητή επαρχίας ή κτήσης ενός βασιλευόμενου κράτους.