Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αντικλείδι
Greek Monolingual
το (Α ἀντίκλεις, -είδος, η) πανομοιότυπο κλειδιού για δόλια χρήση νεοελλ. 1.κλειδί με το οποίο ανοίγονται παρεμφερείς κλειδαριές 2. πλάγιο, δόλιο μέσο για να πετύχει κανείςκάτι.