αντικλείδι

Greek Monolingual

το (Α ἀντίκλεις, -είδος, η)
πανομοιότυπο κλειδιού για δόλια χρήση
νεοελλ.
1. κλειδί με το οποίο ανοίγονται παρεμφερείς κλειδαριές
2. πλάγιο, δόλιο μέσο για να πετύχει κανείς κάτι.