αντιληπτικότητα

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

η
η ικανότητα του να αντιλαμβάνεται κανείς, να καταλαβαίνει εύκολα και γρήγορα.