οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
(Μ ἀντιμιλῶ, -έω)1. φέρνω αντίρρηση, αντιλέγω2. μιλώ άπρεπα, αυθαδιάζω.