αντιμιλώ

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀντιμιλῶ, -έω)
1. φέρνω αντίρρηση, αντιλέγω
2. μιλώ άπρεπα, αυθαδιάζω.