αντιλέγω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
(AM ἀντιλέγω)
φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί
μσν.
1. δικαιολογούμαι
2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση
3. δυσανασχετώ
αρχ.-μσν.
1. αντιτίθεμαι
2. αμφισβητώ
3. αρνούμαι, απορρίπτω
4. απαντώ
αρχ.-μσν.
τα αντιλεγόμενα
1. (συνήθως για βιβλία) τα αμφισβητούμενα, εκείνα των οποίων η γνησιότητα δεν είναι γενικά παραδεκτή
2. (ειδικότερα) ορισμένα βιβλία που δεν έγιναν δεκτά στον κανόνα της Καινής Διαθήκης
αρχ.
1. φιλονικώ
2. (μτχ.) ο αντιλέγων
ο αντίπαλος·