αντιξοότητα

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source

Greek Monolingual

η
το να είναι κάτι αντίξοο, η δυσκολία, η αναποδιά.