αντραίος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ἀντραῖος, -α, -ον (Α) άντρο
αυτός που συχνάζει ή ζει στα σπήλαια.