ανυπόστατος
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνυπόστατος, -ον)
αυτός που δεν έχει υπόσταση, ο αβάσιμος, ο αστήριχτος
αρχ.-μσν.
1. εκείνος που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κανέναν, ο ακαταγώνιστος
(«ἀνυπόστατος δύναμις», Πλάτων
«ἀνυπόστατος ἀνάγκη», Ξενοφών
«τὸ ὕδωρ τὸ ἀνυπόστατον», ΠΔ)
2. Ιατρ. αυτός που δεν έχει υποστάθμη, δεν αφήνει κατακάθι.