ανύπαρκτος

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνύπαρκτος, -ον)
1. αυτός που δεν υπάρχει, δεν υφίσταται
2. φανταστικός.