αξόδευτος

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

κ. ανεξόδευτος, -η, -ο
1. (για χρήματα) αυτός που δεν ξοδεύτηκε, δεν δαπανήθηκε
2. (για είδη κατανάλωσης) αυτός που δεν καταναλώθηκε, δεν εξαντλήθηκε.