μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
κ. -γκειος, -α, -ο
1. ο απάνεμος, ο προφυλαγμένος απ' τους ανέμους
2. το ουδ. ως ουσ. α) το απάνεμο μέρος
β) η νηνεμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + άγκειος «απάνεμος τόπος»].