απαλόσαρκος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἁπαλόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει απαλή, τρυφερή σάρκα.
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
-η, -ο (Α ἁπαλόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει απαλή, τρυφερή σάρκα.