απαλόχρως
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Greek Monolingual
ἁπαλόχρως (-ωτος), ο, η
ο απαλόχροος.
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ἁπαλόχρως (-ωτος), ο, η
ο απαλόχροος.