απαλόψυχος

From LSJ

Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit

Menander, Monostichoi, 239

Greek Monolingual

ἁπαλόψυχος, -ον (Μ)
αυτός που έχει απαλή, τρυφερή ψυχή, ήπιος, γλυκός.