απειροπληθής

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

-ές (Μ άπειροπληθής, -οῦς)
ο άπειρος κατά το πλήθος, απειράριθμος, αμέτρητος.