απειρόπλουτος
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek Monolingual
ἀπειρόπλουτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ο πλούτος του, ο ανυπολόγιστα πλούσιος.
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
ἀπειρόπλουτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ο πλούτος του, ο ανυπολόγιστα πλούσιος.