απληγής

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἀπληγής (-οῦς), -ές (Α)
(για στίχο) αυτός που δεν παρουσιάζει μετρικές ανωμαλίες.