αποβλάπτω

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

ἀποβλάπτω (Α)
1. καταστρέφω εντελώς
2. (-ομαι) στερούμαι, χάνω κάτι.