Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
ἀποβλάπτω (Α)1. καταστρέφω εντελώς2. (-ομαι) στερούμαι, χάνω κάτι.