αποκαίω

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποκαίω, Α κ. -άω)
1. καίω κάτι εντελώς, κατακαίω
2. (-ομαι) (για φυτά) καταστρέφομαι από την παγωνιά
αρχ.
ιατρ. καυτηριάζω.