αποκαρδιώνω
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
κ. -καρδίζω
1. κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, αποθαρρύνω
2. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου, τον απογοητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + καρδιώνω «εμψυχώνω, δίνω θάρρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο].