αποκροτώ

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301

Greek Monolingual

ἀποκροτῶ (-έω) (Α)
κροτώ με τον αντίχειρα και τον μέσο, κάνω στράκες.