απομνημόνευση
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
Greek Monolingual
η (Α ἀπομνημόνευσις)
νεοελλ.
1. προσπάθεια, εργασία για να συγκρατηθεί κάτι στη μνήμη
2. συγκράτηση στη μνήμη, αποστήθιση
αρχ.
διήγηση από μνήμης.