απροδιάθετος
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ψυχικά για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προδιατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσ. Μεγδάνη].