απροσάρμοστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν αρμόζει σε κάποιον ή κάτι, ανάρμοστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε κάτι
2. «απροσάρμοστα παιδιά» — παιδιά που για κάποιο λόγο, παροδικά ή μόνιμα, δεν μπορούν να παρακολουθήσουν σωστά την πνευματική, συναισθηματική και παιδαγωγική πορεία του παιδιού που θεωρείται «φυσιολογικό».