απρόβλεπτος

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπρόβλεπτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προβλέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Ι. Φιλήμονα].