απόκτημα
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
κ. -χτημα, το (Μ ἀπόκτημα)
ό,τι αποκτά κανείς
νεοελλ.
κάτι εξαιρετικά πολύτιμο.