αραιοδόντης

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο (Α ἀραιόδους, -οντος, -ο, -η)
αυτός που έχει αραιά δόντια.