αργιλώδης

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

(Α ἀργιλώδης κ. ἀργιλλώδης, -ες) άργιλος και άργιλλος]]
αυτός που μοιάζει ή περιέχει ή αποτελείται από άργιλο.