αργυροδέκτης

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

ἀργυροδέκτης, ο (Α)
αυτός που δέχεται άργυρο ή χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + δέκτης < δέχομαι.