αργυροδέκτης

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

ἀργυροδέκτης, ο (Α)
αυτός που δέχεται άργυρο ή χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + δέκτης < δέχομαι.