αρκετός

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀρκετός, -ή, -όν) αρκώ
ο επαρκής, ο ικανοποιητικός
νεοελλ.
(με αποδοκιμαστική σημασία) αυτός ο οποίος ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που πρέπει («έχει αρκετή πονηρία»)
αρχ.
το μέχρι το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια.