αρκτεύω

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source

Greek Monolingual

ἀρκτεύω (Α) άρκτος
υπηρετώ ως άρκτος της Βραυρωνίας Αρτέμιδος (βλ. Αρκτεία).