αρκυωρός
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
ἀρκυωρός, ο (Α)
ο φύλακας των διχτυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -ωρος < wōro- < ορώ (-άω). Το -ω- του τύπου αναλογικά προς το θυρωρός.