αρνησίπατρις

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316

Greek Monolingual

(-ιδος), ο, η
αυτός που απαρνείται την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις (-η) + πατρίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Σπ. Ζαμπέλιο].