αρπάχτης

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. αρπάχτρα) αρπάζω
αυτός που αρπάζει με τη βία ή με δόλο ξένα πράγματα.