αρρωστιάρης
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
-άρα, -άρικο αρρώστια
αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, ο φιλάσθενος.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
-άρα, -άρικο αρρώστια
αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, ο φιλάσθενος.