αρχαιόγονος

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

ἀρχαιόγονος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από αρχαίο γένος.