αρχαιόπλουτος
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek Monolingual
ἀρχαιόπλουτος, -ον (Α)
αυτός που έχει αρχαίο πλούτο ή κληρονομιά γενεών.