αρχαιόσυλος

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που κλέβει αρχαιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -συλος < συλώ (-άω) «λαφυραγωγώ, κλέβω» (πρβλ. ιερόσυλος)].