αρχαιόσυλος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek Monolingual
ο
αυτός που κλέβει αρχαιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -συλος < συλώ (-άω) «λαφυραγωγώ, κλέβω» (πρβλ. ιερόσυλος)].