ασθενοποιός

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

ἀσθενοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί ασθένειες.