ασκητός

Greek Monolingual

ἀσκητός, -ή, -όν (Α) ασκώ
1. ο περίτεχνος, αυτός που έχει κατασκευαστεί με δεξιοτεχνία
2. ο στολισμένος
3. αυτός που επιτυγχάνεται με την εξάσκηση
4. ο γυμνασμένος, όποιος έχει εξασκηθεί σε κάτι.