εξάσκηση

From LSJ

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source

Greek Monolingual

η εξασκώ
1. εκπαίδευση, εκγύμναση, άσκηση σε κάτι, προπόνηση, κατάρτισηεξάσκηση στη σκοποβολή»)
2. η εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων, η χρησιμοποίησή τους στην πράξηεξάσκηση επαγγέλματος»).