τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
η εξασκώ1. εκπαίδευση, εκγύμναση, άσκηση σε κάτι, προπόνηση, κατάρτιση («εξάσκηση στη σκοποβολή»)2. η εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων, η χρησιμοποίησή τους στην πράξη («εξάσκηση επαγγέλματος»).