αστεροφεγγής

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

ἀστεροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που καταυγάζεται από το φως των άστρων.