αστροδίαιτος

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

ἀστροδίαιτος, -ον (Α)
αυτός που ζει κάτω από τ' άστρα, στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + διαιτώμαι].