Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἀστροθέτης, ο (Α)αυτός που κατατάσσει τα άστρα σε αστερισμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -θέτης < τίθημι.