ασυγχώρητος

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

και ασυχώρετος, -η, -ο (AM ἀσυγχώρητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συγχωρηθεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει συγχωρηθεί, που δεν έχει πεθάνει ακόμη
αρχ.
ο απαγορευμένος.