ασυγχώρητος
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
Greek Monolingual
και ασυχώρετος, -η, -ο (AM ἀσυγχώρητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συγχωρηθεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει συγχωρηθεί, που δεν έχει πεθάνει ακόμη
αρχ.
ο απαγορευμένος.